κιλτ

κιλτ
το
πτυχωτή καρό φούστα, μέχρι το γόνατο μακριά, χαρακτηριστική τοπικής ενδυμασίας τών Σκωτσέζων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. kilt].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τάρταν — το, Ν άκλ. μάλλινο καρό ύφασμα διαφόρων συνδυασμών σχεδίων και χρωμάτων το οποίο θεωρείται χαρακτηριστικό τών υψιπέδων τής Σκωτίας και από το οποίο κατασκευαζόταν το κιλτ, η κάπα ή η φούστα τής παραδοσιακής σκωτσέζικης ενδυμασίας και σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • φούστα — η (λ. ιταλ.) 1. τμήμα της ενδυμασίας που καλύπτει το σώμα από τη μέση ως κάτω με μήκος που ποικίλλει ανάλογα με τη μόδα. 2. ξεχωριστό μέρος της εθνικής ενδυμασίας των Σκοτσέζων, ανάλογο με τη γυναικεία φούστα, που καταλήγει ως το γόνατο, το κιλτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”